- κακούφαντος
- η , ο [ος , ον ] плохо сотканный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοΰφαντος — η, ο 1. άσχημα υφασμένος 2. παροιμ. «γνέματ ανακατωμένα, κακοΰφαντα πανιά» καθετί που αρχίζει άσχημα δεν έχει καλό αποτέλεσμα … Dictionary of Greek
κακοΰφαντος — η, ο ο κακοϋφασμένος, ο υφασμένος με ατέλειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek